Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰθυμος
πραϋλόγος
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
View word page
πραϋντικός
fit for appeasing

ShortDef

fit for appeasing

Debugging

Headword:
πραϋντικός
Headword (normalized):
πραϋντικός
Headword (normalized/stripped):
πραυντικος
IDX:
72654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72655
Key:

Data

{'content': 'fit for appeasing'}