Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
πρατόπαις
πρατοπάμπαις
πρατορεύω
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰθυμος
πραϋλόγος
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
View word page
πραϋλόγος
gentle in speech

ShortDef

gentle in speech

Debugging

Headword:
πραϋλόγος
Headword (normalized):
πραϋλόγος
Headword (normalized/stripped):
πραυλογος
IDX:
72648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72649
Key:

Data

{'content': 'gentle in speech'}