Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
πρατόπαις
πρατοπάμπαις
πρατορεύω
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰθυμος
πραϋλόγος
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
View word page
πραΰγελως
softly-smiling

ShortDef

softly-smiling

Debugging

Headword:
πραΰγελως
Headword (normalized):
πραΰγελως
Headword (normalized/stripped):
πραυγελως
IDX:
72646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72647
Key:

Data

{'content': 'softly-smiling'}