Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
πρατόπαις
πρατοπάμπαις
πρατορεύω
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰθυμος
πραϋλόγος
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
View word page
πρᾶτος
[Dor. > πρῶτος]

ShortDef

[Dor. > πρῶτος]

Debugging

Headword:
πρᾶτος
Headword (normalized):
πρᾶτος
Headword (normalized/stripped):
πρατος
IDX:
72644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72645
Key:

Data

{'content': '[Dor. > πρῶτος]'}