Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
πρατόπαις
πρατοπάμπαις
πρατορεύω
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰθυμος
πραϋλόγος
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
View word page
πρατορεύω
act as πράτωρ

ShortDef

act as πράτωρ

Debugging

Headword:
πρατορεύω
Headword (normalized):
πρατορεύω
Headword (normalized/stripped):
πρατορευω
IDX:
72643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72644
Key:

Data

{'content': 'act as πράτωρ'}