Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
πρατόπαις
πρατοπάμπαις
πρατορεύω
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰθυμος
πραϋλόγος
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
View word page
πρατοπάμπαις
chief of the πάμπαιδες

ShortDef

chief of the πάμπαιδες

Debugging

Headword:
πρατοπάμπαις
Headword (normalized):
πρατοπάμπαις
Headword (normalized/stripped):
πρατοπαμπαις
IDX:
72642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72643
Key:

Data

{'content': 'chief of the πάμπαιδες'}