Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
πρατόπαις
πρατοπάμπαις
πρατορεύω
πρᾶτος
View word page
πρασώδης
leek-green

ShortDef

leek-green

Debugging

Headword:
πρασώδης
Headword (normalized):
πρασώδης
Headword (normalized/stripped):
πρασωδης
IDX:
72634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72635
Key:

Data

{'content': 'leek-green'}