Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
πρατόπαις
πρατοπάμπαις
πρατορεύω
View word page
πράσσω
do, (w. adv) fare, (mid.) charge payment
ShortDef
do, (w. adv) fare, (mid.) charge payment
Debugging
Headword:
πράσσω
Headword (normalized):
πράσσω
Headword (normalized/stripped):
πρασσω
IDX:
72633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72634
Key:
Data
{'content': 'do, (w. adv) fare, (mid.) charge payment'}