Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
πρατόπαις
View word page
Πρασσαῖος
leek-green

ShortDef

leek-green

Debugging

Headword:
Πρασσαῖος
Headword (normalized):
πρασσαῖος
Headword (normalized/stripped):
πρασσαιος
IDX:
72631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72632
Key:

Data

{'content': 'leek-green'}