Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
πρατικός
View word page
πρασόχρους
leek-coloured

ShortDef

leek-coloured

Debugging

Headword:
πρασόχρους
Headword (normalized):
πρασόχρους
Headword (normalized/stripped):
πρασοχρους
IDX:
72630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72631
Key:

Data

{'content': 'leek-coloured'}