Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
πρατήριον
View word page
πρασοφαγέω
eat leeks
ShortDef
eat leeks
Debugging
Headword:
πρασοφαγέω
Headword (normalized):
πρασοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
πρασοφαγεω
IDX:
72629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72630
Key:
Data
{'content': 'eat leeks'}