Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήρ
View word page
πρασόσπερμον
leek-seed
ShortDef
leek-seed
Debugging
Headword:
πρασόσπερμον
Headword (normalized):
πρασόσπερμον
Headword (normalized/stripped):
πρασοσπερμον
IDX:
72628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72629
Key:
Data
{'content': 'leek-seed'}