Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
View word page
πράσον
a leek

ShortDef

a leek

Debugging

Headword:
πράσον
Headword (normalized):
πράσον
Headword (normalized/stripped):
πρασον
IDX:
72627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72628
Key:

Data

{'content': 'a leek'}