Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
πρατέος
View word page
πρασόκουρον
a leek-slice

ShortDef

a leek-slice

Debugging

Headword:
πρασόκουρον
Headword (normalized):
πρασόκουρον
Headword (normalized/stripped):
πρασοκουρον
IDX:
72626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72627
Key:

Data

{'content': 'a leek-slice'}