Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρασώδης
πρατά
View word page
πρασοκουρίς
a creature

ShortDef

a creature

Debugging

Headword:
πρασοκουρίς
Headword (normalized):
πρασοκουρίς
Headword (normalized/stripped):
πρασοκουρις
IDX:
72625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72626
Key:

Data

{'content': 'a creature'}