Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασόσπερμον
πρασοφαγέω
πρασόχρους
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
View word page
πρασοειδής
leek-green
ShortDef
leek-green
Debugging
Headword:
πρασοειδής
Headword (normalized):
πρασοειδής
Headword (normalized/stripped):
πρασοειδης
IDX:
72622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72623
Key:
Data
{'content': 'leek-green'}