Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
View word page
πράσινος
leek-green, light green

ShortDef

leek-green, light green

Debugging

Headword:
πράσινος
Headword (normalized):
πράσινος
Headword (normalized/stripped):
πρασινος
IDX:
72617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72618
Key:

Data

{'content': 'leek-green, light green'}