Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
View word page
πρασινοειδής
leek-green
ShortDef
leek-green
Debugging
Headword:
πρασινοειδής
Headword (normalized):
πρασινοειδής
Headword (normalized/stripped):
πρασινοειδης
IDX:
72616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72617
Key:
Data
{'content': 'leek-green'}