Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
View word page
πρασίζω
to be greenish
ShortDef
to be greenish
Debugging
Headword:
πρασίζω
Headword (normalized):
πρασίζω
Headword (normalized/stripped):
πρασιζω
IDX:
72613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72614
Key:
Data
{'content': 'to be greenish'}