Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
View word page
πρασιάζω
divide into beds
ShortDef
divide into beds
Debugging
Headword:
πρασιάζω
Headword (normalized):
πρασιάζω
Headword (normalized/stripped):
πρασιαζω
IDX:
72612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72613
Key:
Data
{'content': 'divide into beds'}