Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
πρᾶσις
View word page
πραπίς
spirit, mind
ShortDef
spirit, mind
Debugging
Headword:
πραπίς
Headword (normalized):
πραπίς
Headword (normalized/stripped):
πραπις
IDX:
72610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72611
Key:
Data
{'content': 'spirit, mind'}