Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
πράσιος
View word page
πραπίδες
the midriff, diaphragm; understanding, mind
ShortDef
the midriff, diaphragm; understanding, mind
Debugging
Headword:
πραπίδες
Headword (normalized):
πραπίδες
Headword (normalized/stripped):
πραπιδες
IDX:
72609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72610
Key:
Data
{'content': 'the midriff, diaphragm; understanding, mind'}