Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
πράσιον
View word page
πραότης
mildness, gentleness

ShortDef

mildness, gentleness

Debugging

Headword:
πραότης
Headword (normalized):
πραότης
Headword (normalized/stripped):
πραοτης
IDX:
72608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72609
Key:

Data

{'content': 'mildness, gentleness'}