Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
πράσινος
View word page
πρᾶος
mild, soft, gentle, meek

ShortDef

mild, soft, gentle, meek

Debugging

Headword:
πρᾶος
Headword (normalized):
πρᾶος
Headword (normalized/stripped):
πραος
IDX:
72607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72608
Key:

Data

{'content': 'mild, soft, gentle, meek'}