Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
πρασινοειδής
View word page
πραόνως
temperately

ShortDef

temperately

Debugging

Headword:
πραόνως
Headword (normalized):
πραόνως
Headword (normalized/stripped):
πραονως
IDX:
72606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72607
Key:

Data

{'content': 'temperately'}