Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
πράσιμος
View word page
Πραξιτέλης
Praxiteles
ShortDef
Praxiteles
Debugging
Headword:
Πραξιτέλης
Headword (normalized):
πραξιτέλης
Headword (normalized/stripped):
πραξιτελης
IDX:
72605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72606
Key:
Data
{'content': 'Praxiteles'}