Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
πρασίζω
πρασιή
View word page
πρᾶξις
a doing, transaction, business
ShortDef
a doing, transaction, business
Debugging
Headword:
πρᾶξις
Headword (normalized):
πρᾶξις
Headword (normalized/stripped):
πραξις
IDX:
72604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72605
Key:
Data
{'content': 'a doing, transaction, business'}