Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
πρασιάζω
View word page
Πραξίλλειον
used by Praxilla

ShortDef

used by Praxilla

Debugging

Headword:
Πραξίλλειον
Headword (normalized):
πραξίλλειον
Headword (normalized/stripped):
πραξιλλειον
IDX:
72602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72603
Key:

Data

{'content': 'used by Praxilla'}