Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
πρασιά
View word page
πραξικοπέω
to take by surprise

ShortDef

to take by surprise

Debugging

Headword:
πραξικοπέω
Headword (normalized):
πραξικοπέω
Headword (normalized/stripped):
πραξικοπεω
IDX:
72601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72602
Key:

Data

{'content': 'to take by surprise'}