Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πραπίς
View word page
πραξιεργίας
pontifex

ShortDef

pontifex

Debugging

Headword:
πραξιεργίας
Headword (normalized):
πραξιεργίας
Headword (normalized/stripped):
πραξιεργιας
IDX:
72600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72601
Key:

Data

{'content': 'pontifex'}