Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
View word page
ἀγριαχράς
wild pear
ShortDef
wild pear
Debugging
Headword:
ἀγριαχράς
Headword (normalized):
ἀγριαχράς
Headword (normalized/stripped):
αγριαχρας
IDX:
725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-726
Key:
Data
{'content': 'wild pear'}