Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
Πραξιτέλης
πραόνως
πρᾶος
πραότης
View word page
πρανίζω
capsize

ShortDef

capsize

Debugging

Headword:
πρανίζω
Headword (normalized):
πρανίζω
Headword (normalized/stripped):
πρανιζω
IDX:
72598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72599
Key:

Data

{'content': 'capsize'}