Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
View word page
Πράμνειος
Pramnian
ShortDef
Pramnian
Debugging
Headword:
Πράμνειος
Headword (normalized):
πράμνειος
Headword (normalized/stripped):
πραμνειος
IDX:
72593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72594
Key:
Data
{'content': 'Pramnian'}