Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
View word page
πράκτωρ
one who does; official, bailiff; avenger

ShortDef

one who does; official, bailiff; avenger

Debugging

Headword:
πράκτωρ
Headword (normalized):
πράκτωρ
Headword (normalized/stripped):
πρακτωρ
IDX:
72592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72593
Key:

Data

{'content': 'one who does; official, bailiff; avenger'}