Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
View word page
πρακτορικός
kept by

ShortDef

kept by

Debugging

Headword:
πρακτορικός
Headword (normalized):
πρακτορικός
Headword (normalized/stripped):
πρακτορικος
IDX:
72590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72591
Key:

Data

{'content': 'kept by'}