Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
Πραξιδίκη
View word page
πρακτορεύω
actas collector

ShortDef

actas collector

Debugging

Headword:
πρακτορεύω
Headword (normalized):
πρακτορεύω
Headword (normalized/stripped):
πρακτορευω
IDX:
72589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72590
Key:

Data

{'content': 'actas collector'}