Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρακτέος
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
πρανής
πρανίζω
View word page
πρακτόρειος
subject to collection

ShortDef

subject to collection

Debugging

Headword:
πρακτόρειος
Headword (normalized):
πρακτόρειος
Headword (normalized/stripped):
πρακτορειος
IDX:
72588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72589
Key:

Data

{'content': 'subject to collection'}