Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πραιτώριον
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράμνημα
πρᾶν
πράν
View word page
πρακτορεία
office of πράκτωρ, collectorship
ShortDef
office of πράκτωρ, collectorship
Debugging
Headword:
πρακτορεία
Headword (normalized):
πρακτορεία
Headword (normalized/stripped):
πρακτορεια
IDX:
72586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72587
Key:
Data
{'content': 'office of πράκτωρ, collectorship'}