Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πραιπόσιτος
πραισίδια
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πράκτωρ
View word page
πρακτικεύομαι
to be practical

ShortDef

to be practical

Debugging

Headword:
πρακτικεύομαι
Headword (normalized):
πρακτικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πρακτικευομαι
IDX:
72582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72583
Key:

Data

{'content': 'to be practical'}