Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πραίκων
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
View word page
πράκτης
treacherous person

ShortDef

treacherous person

Debugging

Headword:
πράκτης
Headword (normalized):
πράκτης
Headword (normalized/stripped):
πρακτης
IDX:
72581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72582
Key:

Data

{'content': 'treacherous person'}