Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πραιδεύω
πραίκων
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
View word page
πρακτήριος
efficacious, effectual

ShortDef

efficacious, effectual

Debugging

Headword:
πρακτήριος
Headword (normalized):
πρακτήριος
Headword (normalized/stripped):
πρακτηριος
IDX:
72580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72581
Key:

Data

{'content': 'efficacious, effectual'}