Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρᾶγος
πράδησις
πραιδεύω
πραίκων
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
Πράκτιος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
View word page
πρακτέος
to be done

ShortDef

to be done

Debugging

Headword:
πρακτέος
Headword (normalized):
πρακτέος
Headword (normalized/stripped):
πρακτεος
IDX:
72578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72579
Key:

Data

{'content': 'to be done'}