Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραιδεύω
πραίκων
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
View word page
πραίκων
praeco
ShortDef
praeco
Debugging
Headword:
πραίκων
Headword (normalized):
πραίκων
Headword (normalized/stripped):
πραικων
IDX:
72571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72572
Key:
Data
{'content': 'praeco'}