Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
ἀνεπίβατος
ἀνεπίβλητος
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίβουλος
ἀνεπιγνώμων
ἀνεπίγνωστος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπιδάνειστος
ἀνεπιδείκνυμι
ἀνεπίδεικτος
ἀνεπίδεκτος
ἀνεπίδετος
ἀνεπίδηλος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
View word page
ἀνεπιγνώμων
onos, ignorant, unconscious
ShortDef
onos, ignorant, unconscious
Debugging
Headword:
ἀνεπιγνώμων
Headword (normalized):
ἀνεπιγνώμων
Headword (normalized/stripped):
ανεπιγνωμων
IDX:
7256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7257
Key:
Data
{'content': 'onos, ignorant, unconscious'}