Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματοειδής
πραγματοκοπέω
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραιδεύω
πραίκων
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
View word page
πραγματώδης
laborious, troublesome

ShortDef

laborious, troublesome

Debugging

Headword:
πραγματώδης
Headword (normalized):
πραγματώδης
Headword (normalized/stripped):
πραγματωδης
IDX:
72566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72567
Key:

Data

{'content': 'laborious, troublesome'}