Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πραγματειώδης
πραγμάτευμα
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματευτής
πραγματευτικός
πραγματίας
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματοειδής
πραγματοκοπέω
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
View word page
πραγματοειδής
laborious, troublesome

ShortDef

laborious, troublesome

Debugging

Headword:
πραγματοειδής
Headword (normalized):
πραγματοειδής
Headword (normalized/stripped):
πραγματοειδης
IDX:
72559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72560
Key:

Data

{'content': 'laborious, troublesome'}