Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
Πούπλιος
ποῦπος
πουρέακος
πουρεινίς
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματᾶς
πραγματεία
πραγματειώδης
πραγμάτευμα
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματευτής
πραγματευτικός
πραγματίας
πραγματικός
View word page
πρᾶγμα
that which has been done, a deed, act
ShortDef
that which has been done, a deed, act
Debugging
Headword:
πρᾶγμα
Headword (normalized):
πρᾶγμα
Headword (normalized/stripped):
πραγμα
IDX:
72546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72547
Key:
Data
{'content': 'that which has been done, a deed, act'}