Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
Πούπλιος
ποῦπος
πουρέακος
πουρεινίς
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματᾶς
πραγματεία
πραγματειώδης
πραγμάτευμα
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
View word page
πουρέακος
ring

ShortDef

ring

Debugging

Headword:
πουρέακος
Headword (normalized):
πουρέακος
Headword (normalized/stripped):
πουρεακος
IDX:
72542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72543
Key:

Data

{'content': 'ring'}