Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
Πούπλιος
ποῦπος
πουρέακος
πουρεινίς
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματᾶς
πραγματεία
πραγματειώδης
πραγμάτευμα
πραγματεύομαι
View word page
ποῦπος
hoopoe
ShortDef
hoopoe
Debugging
Headword:
ποῦπος
Headword (normalized):
ποῦπος
Headword (normalized/stripped):
πουπος
IDX:
72541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72542
Key:
Data
{'content': 'hoopoe'}