Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
Πούπλιος
ποῦπος
πουρέακος
πουρεινίς
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματᾶς
πραγματεία
πραγματειώδης
View word page
Πουλυτίων
Pulytion

ShortDef

Pulytion

Debugging

Headword:
Πουλυτίων
Headword (normalized):
πουλυτίων
Headword (normalized/stripped):
πουλυτιων
IDX:
72539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72540
Key:

Data

{'content': 'Pulytion'}